- τοιχωρυχικη
- τοιχωρυχικήτοιχ-ωρῠχικήἥ (sc. τέχνη) профессия взломщика Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τοιχωρυχική — ἡ, Α [τοιχωρύχος] (ενν. τέχνη) η τέχνη τού τοιχωρύχου … Dictionary of Greek
τοιχωρυχικήν — τοιχωρυχική housebreaker s craft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)